- ελευθερικός
- ἐλευθερικός, -ή, -όν (AM)μσν.το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό)χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες-αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλευθερικά — ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc pl ἐλευθερικά̱ , ἐλευθερικός free fem nom/voc/acc dual ἐλευθερικά̱ , ἐλευθερικός free fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικῶν — ἐλευθερικός free fem gen pl ἐλευθερικός free masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικόν — ἐλευθερικός free masc acc sg ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικωτάτην — ἐλευθερικός free fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)